του Δημήτρη Αργυράκη
Έντονες και βασανιστικές υπήρξαν οι
ωδίνες στο ιδεολογικοπολιτικό σώμα της ‘‘κυβέρνησης της αριστεράς’’ κατά τη
διάρκεια της δίχρονης διαδρομής της, στη διακηρυγμένη πρόθεσή της να κυοφορήσει
με τη δέουσα προσοχή και να δώσει σάρκα και οστά στη σπορά των αναγκών και των
προσδοκιών του χειμαζόμενου λαού αυτού του τόπου, με σαφή και κατηγορηματικό
στόχο την αποτροπή της διαχρονικά συνήθους κλωνοποίησης, η οποία αναπαράγει
τους ίδιους
πολιτικούς απογόνους, που μάς έχουν κληροδοτήσει σωρευτικά όλοι ανεξαιρέτως οι προηγούμενοι ‘‘πολιτικοί τοκετοί’’ στην ιστορική διαδρομή του Ελληνικού κράτους, διαπρύσιους κήρυκες και εφαρμοστές, δηλαδή, βαθύτατα αντιλαϊκών πολιτικών με σαφή ταξική μεροληψία υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.
πολιτικούς απογόνους, που μάς έχουν κληροδοτήσει σωρευτικά όλοι ανεξαιρέτως οι προηγούμενοι ‘‘πολιτικοί τοκετοί’’ στην ιστορική διαδρομή του Ελληνικού κράτους, διαπρύσιους κήρυκες και εφαρμοστές, δηλαδή, βαθύτατα αντιλαϊκών πολιτικών με σαφή ταξική μεροληψία υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.
Το εν πολλοίς παράνομο και επαχθές
δημόσιο χρέος, που ‘‘ξέπλενε’’ εκτός των άλλων και βρώμικο διεθνές πολιτικό
χρήμα από ύποπτες συναλλαγές για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ‘‘διασώσεις’’ χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων, τα επακόλουθα μνημόνια και οι αντίστοιχοι εφαρμοστικοί νόμοι, οι
στοχευμένες πολιτικές μακρόπνοης και μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των
εργαζομένων, η δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, η καταστροφή
σημαντικών παραγωγικών δυνάμεων και η καταβαράθρωση της οικονομικής
δραστηριότητας, η μαζική μετανάστευση νέων επιστημόνων, η ανελέητη επίθεση
ενάντια στα εναπομείναντα εργασιακά δικαιώματα, η προκλητική και αδιαφανής
εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και του εθνικού πλούτου, η κατάφωρη καταπάτηση
των δημοκρατικών δικαιωμάτων και η ποινικοποίηση των κοινωνικών διεκδικήσεων, η
ουσιαστική κατάλυση του Συντάγματος και η εγκληματική εκχώρηση της οικονομικής,
πολιτικής και εθνικής κυριαρχίας, όλα αυτά λογίζονταν ως τα νόθα,
παραμορφωμένα και αποκρουστικά πολιτικά ‘‘τέκνα’’ της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας,
απότοκα της κατ’ εξακολούθηση ασέλγειας επάνω στο κορμί της οικονομικής,
πολιτικής και κοινωνικής ζωής αυτής της χώρας. Αυτής της μορφής η πολλαπλή
τερατογένεση έπρεπε να ανακοπεί με κάθε δυνατό μέσο, να δοθούν οι μεγάλες μάχες
για να αντιστραφούν οι δρομολογημένες εξελίξεις.
Τι καρπούς απέφεραν τελικά οι ωδίνες
αυτές μέχρι σήμερα, τι είδους πολιτικά και κοινωνικά ‘‘έμβρυα’’ απέδωσαν στους καθημαγμένους
ανθρώπους αυτής της χώρας, προκειμένου να αρχίσουν σταδιακά να βιώνουν ένα ‘‘σήμερα’’
απαλλαγμένο από το άχθος του ζοφερού παρελθόντος και να ελπίζουν σε ένα ‘‘αύριο’’,
όπου τα μικρά όνειρά τους θα χωρούν μέσα στο κάδρο της καθημερινής τους ζωής και
δεν θα μετεωρίζονται απρόσιτα στο χώρο της ουτοπίας;
Οι ωδίνες της προσμονής για μια
άλλου είδους πολιτική ‘‘γέννα’’, δυστυχώς, κατέληξαν πρώιμα να καρποφορήσουν
τις οδύνες της οικτρής διάψευσης των συσσωρευμένων ελπίδων μιας αδημονούσας
κοινωνίας, τις οδύνες της ταπείνωσης για την κακοποίηση ιδεών και οραμάτων της
Αριστεράς, σε μια πορεία απίστευτης ανακολουθίας λόγων και έργων και τις οδύνες
της ντροπής για την ιταμή φραστική αξιοποίηση της ιστορικής μνήμης και των
αγώνων της Αριστεράς, ως ιδεολογικού ‘‘πολιορκητικού κριού’’ απέναντι στα τείχη
των ευρισκόμενων υπό σύγχυση συνειδήσεων.
Τα παρασιτικά πολιτικά ‘‘αποπαίδια’’,
που ρουφούσαν ακόρεστα το αίμα από το καχεκτικό σώμα της ‘‘μητέρας Ελλάδας’’,
όχι μόνο δεν εξοβελίστηκαν στον Καιάδα της Ιστορίας, αλλά, τουναντίον,
ενισχύθηκαν περαιτέρω με ενέσεις μακροζωίας για να συνεχίσουν το καταστροφικό
τους έργο, καλλωπίστηκαν με περίτεχνα στολίδια για να αποκρύψουν την αποτρόπαια
μορφή τους ως ‘‘νεοφιλελεύθερες Ερινύες’’ και να μην προκαλούν το κοινό αίσθημα
και μεταμορφώθηκαν σε ‘‘αριστερές Νύμφες’’, που θα άνοιγαν το δρόμο για έναν
εντελώς διαφορετικό, δικαιότερο για τα πλατιά λαϊκά στρώματα τρόπο ανάπτυξης
και θα αποτελούσαν ταυτόχρονα τους συνεπείς θεματοφύλακες των ‘‘σοσιαλιστικών’’
αξιών μας.
Μια τέτοια μεταλλαγμένη ‘‘αριστερή Νύμφη’’
πολιτικής υποκρισίας και ηθικής αναλγησίας είναι και η πρόσφατη πολιτική επιλογή
της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση που έχει εδραιωθεί στο
Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας - Νέας Χαλκηδόνας, με αφορμή το σχέδιο για την κατασκευή
του ιδιωτικού γηπέδου της «Δικέφαλος Α.Ε.», όπου θα στεγαστεί η ΠΑΕ ΑΕΚ, με την κατάθεση
μιας επαίσχυντης ‘‘φωτογραφικής’’ τροπολογίας, που αφαιρεί τυπικές αρμοδιότητες
από την ‘‘οχλούσα’’ Δημοτική Αρχή και τις παραχωρεί απευθείας στο Υπουργείο
Υποδομών και Μεταφορών. Ένα σχέδιο που, κατά παράβαση κάθε πολεοδομικής
ή αρχιτεκτονικής ρύθμισης, έγινε εφικτό
χάρη στις επίσης ‘‘φωτογραφικές’’ διατάξεις του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας
- Αττικής, που είχε ψηφιστεί το 2014 από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που τότε κατήγγειλε σε όλους τους τόνους τις απαράδεκτες
εκείνες ‘‘φωτογραφικές’’ διατάξεις, όχι μόνο δεν απέσυρε το Ρυθμιστικό, αλλά
προχώρησε σε ένα ακόμη βήμα πολιτικής αναξιοπιστίας, με την κατάθεση της υπόψη
τροπολογίας προς ψήφιση συμπληρωματικών ‘‘φωτογραφικών’’ διατάξεων. Ένας άφατος
πολιτικός τυχοδιωκτισμός, ένα ακόμη γενικότερο πλήγμα στην ήδη αποδυναμωμένη
Τοπική Αυτοδιοίκηση, μια πράξη περιφρόνησης κάθε έννοιας διαλόγου με τους
τοπικούς φορείς και ιδιαίτερα με την εκλεγμένη Δημοτική Αρχή.
Μια Δημοτική Αρχή, που, παρά τις όποιες αδυναμίες ή προβλήματα, προσπαθεί
να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στους πολίτες που την εμπιστεύτηκαν και
λοιδωρείται, προπηλακίζεται και καταγγέλλεται ως εξωνημένος υπερασπιστής
ύποπτων και δόλιων συμφερόντων, μια ολόκληρη πόλη που αναπνέει επί
μεγάλο χρονικό διάστημα τη δυσωδία μιας μεγαλόστομης απάτης, ένας
κόσμος που βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν εσμό ανεγκέφαλων και ‘‘πρόθυμων’’
δημοσιογραφικών φερέφωνων, που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο και ενίοτε στο
προσκήνιο σε ένα άηθες επικοινωνιακό παιχνίδι, απαξιώνονται και αγνοούνται επιδεικτικά από μια
κυβέρνηση, που συνεχίζει να αυτοαποκαλείται ‘‘αριστερή’’, η οποία επιλέγει να
λύσει ένα κοινωνικό γόρδιο δεσμό με μια πολιτική πρακτική, που θα τη ζήλευαν σύσσωμοι
οι ταγοί του ‘‘παρωχημένου πολιτικού σκηνικού’’. Μια ανησυχητική και επικίνδυνη
αλληλουχία γεγονότων και συμπεριφορών, που ανασύρουν στο προσκήνιο πρακτικές
φασιστικής νοοτροπίας και φίμωσης της ελεύθερης έκφρασης σε μια τοπική
κοινωνία, αφού αφέθηκαν υπό τη σκέπη ενός πέπλου ένοχης σιωπής να γιγαντωθούν
και να εκτροχιαστούν, απογυμνώνονται από το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και επιλέγεται
να αντιμετωπιστούν με μια ‘‘Σολομώντεια’’ λύση.
Είναι θλιβερό το γεγονός ότι
κυβερνητικά στελέχη που έβαλαν την υπογραφή τους στη συγκεκριμένη τροπολογία,
ακυρώνοντας κάθε δυνατότητα της τοπικής κοινωνίας και των εκλεγμένων αντιπροσώπων της να
πάρουν θέση για φλέγοντα ζητήματα που τους αφορούν, συμπορεύτηκαν στο πρόσφατο παρελθόν με τις απόψεις και τις διεκδικήσεις
της σημερινής Δημοτικής Αρχής, με αιχμή του δόρατος την αποτροπή της εκχώρησης
του Άλσους σε αδηφάγα επιχειρηματικά συμφέροντα, το σεβασμό της ιδιαίτερης
φυσιογνωμίας του προσφυγικού συνοικισμού και την αναβάθμιση της ζωής των
πολιτών. Πρόκειται, αλήθεια, για πολιτικούς ριψάσπιδες, που εκποιούν την
‘‘αριστερή’’ συνείδησή τους στο παζάρι ενός εφήμερου θώκου ή, μήπως, πρόκειται
για τη νέα γενιά διαμεσολαβητών στο ‘‘θεάρεστο’’ έργο ικανοποίησης των ορέξεων
κάποιων εγνωσμένης ‘‘εμβέλειας’’ φορέων της εγχώριας διαπλοκής, διασφαλίζοντας
τα ανάλογα ‘‘αντισταθμιστικά οφέλη’’;
Ο ιδεολογικοπολιτικός ‘‘χαμαιλεοντισμός’’
της σημερινής κυβέρνησης επιρρίπτει ένα
δυσβάσταχτο άγος στο αξιακό φορτίο της Αριστεράς, θολώνοντας τη θωριά της
απέναντι στους ανθρώπους, που πασχίζουν να ακουμπήσουν πάνω της τους στοχασμούς
και τις ελπίδες τους για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Η ‘‘επιλόχεια’’
πορεία της την αναδεικνύει ως μια σύγχρονη Μήδεια, που εξοντώνει χωρίς πολλούς
δισταγμούς και ηθικές αναστολές τα πρώιμα ιδεολογικά της παιδιά και αποδέχεται,
με συνοπτικές διαδικασίες, το ρόλο της ‘‘παρένθετης’’ μητέρας για την κυοφορία
και την τεκνοποίηση πολιτικών κλώνων, που υπηρετούν τη μέχρι πρότινος
αποτρόπαια νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Εν κατακλείδι, «ώδινεν όρος και έτεκεν μύν»,
από μια κυβέρνηση που ξεκίνησε τα βήματά της, έχοντας στην πολιτική της φαρέτρα
μια πλατιά λαϊκή στήριξη και, αντί να την αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό για την
αναστροφή της καταστροφικής πορείας αυτής της χώρας, ‘‘ανέκρουσε πρύμναν’’
απροσδόκητα νωρίς, χάνοντας κατά κράτος το μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό της
και, πρωτίστως, με τη λαϊκή συνείδηση και απεμπόλησε τα προτάγματα, τις αξίες,
το ήθος, τα οράματα και το πολιτικό ανάστημα της πραγματικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.