Μετά από 31 γεμάτα χρόνια, ο Μπερλουσκόνι πούλησε σε γκρουπ Κινέζων επενδυτών την AC Milan αντί 740.000.000€, με το χρέος της ομάδας να μην επιβαρύνει τον Καβαλιέρε. Συνολικά δηλαδή, πρόκειται για μία οικονομική δραστηριότητα ύψους περίπου ενός δις ευρώ. Με καπιταλιστικούς όρους, ο Μπερλουσκόνι, πλήρως απαξιωμένος και ξεπερασμένος, είναι ξανά κερδισμένος.
Του Αλέξανδρου Μαραγκάκη
Αρχές δεκαετίας του 1980. Ένας ιταλικός σύλλογος με έδρα το Μιλάνο έχει περιέλθει σε πλήρη ποδοσφαιρική ανυποληψία: η ομάδα υποβιβάζεται στη Β' κατηγορία της χώρας για συμμετοχή σε στημένους αγώνες με το σκάνδαλο Totonero 1980, προπονητές και ποδοσφαιριστές πάνε και έρχονται, η ομάδα ανεβαίνει ξανά στην πρώτη κατηγορία για να υποβιβαστεί ξανά την ίδια χρονιά και αντιμετωπίζει πάμπολλα οικονομικά προβλήματα. Οι μεγάλες στιγμές δόξας του μεγαλύτερου σήμερα σε διεθνές επίπεδο ποδοσφαιρικού συλλόγου της Ιταλίας μοιάζουν να έχουν περάσει. Και τίποτα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ικανό να μπορέσει να ανατρέψει την κατάσταση.
Ένα αστέρι γεννιέται
Όλα αυτά μέχρι το 1986. Έτος σταθμός για την ομώνυμη ομάδα της πόλης, την AC Milan. Ένας αυτοδημιούργητος Ιταλός επιχειρηματίας, γέννημα θρέμμα της πόλης, έχοντας ήδη ασχοληθεί επαγγελματικά με τις κατασκευές και έχοντας ήδη διεισδύσει στην αγορά των ΜΜΕ, ιδρύοντας μάλιστα -την περασμένη δεκαετία- τον πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό της χώρας, αποφασίζει να ασχοληθεί και με το ποδόσφαιρο. Τον Φλεβάρη του 1986, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγοράζει τη Μίλαν και την σώζει ένα βήμα πριν τη χρεωκοπία. Στις 24 Μαρτίου 1986 γίνεται ο 21ος πρόεδρος στην ιστορία του κλαμπ.
Με τον Μπερλουσκόνι στα ηνία και να σπρώχνει αδρά ζεστό χρήμα στα ταμεία του συλλόγου, η Μίλαν πολύ γρήγορα ανακτά τη χαμένη της αξιοπρέπεια: στέφεται πρωταθλήτρια Ιταλίας το 1988 με το εμβληματικό 2-3 στο Σαν Πάουλο της Νάπολι του Μαραντόνα και την αμέσως επόμενη χρονιά στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης σε συλλογικό επίπεδο, ισοπεδώνοντας τη Στεάουα Βουκουρεστίου με 4-0 στο Καμπ Νου. Η πορεία της Μίλαν είναι ευθέως ανάλογη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του προέδρου και ιδιοκτήτη της: επιτυχίες και μόνο επιτυχίες.
Ο πλανήτης βιώνει πλέον μία νέα πραγματικότητα: αρχίζει να βλέπει τα μεθεόρτια της πτώσης του υπαρκτού, βρίσκεται προ των πυλών της απαρχής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του Μάαστριχτ, οι ΗΠΑ θέλουν να παίξουν μπάλα μόνες τους. Είναι μία ακόμη ευκαιρία που ο Σίλβιο είναι αδύνατο να μην αρπάξει και να εκμεταλλευτεί: πλασάρει και πουλάει την εικόνα που με κόπο έχει κτίσει: του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, με καταγωγή από τη μεσαία τάξη, που στηρίζεται στον εαυτό του, που κατάφερε -με τις ικανότητές του και τις επιλογές του- να ανελιχθεί και να επικρατήσει.
Τον Δεκέμβρη του 1993 ιδρύει το κεντροδεξιό κόμμα Forza Italia με το οποίο κατεβαίνει στις εθνικές εκλογές του επόμενου έτους. Οκτώ εκατομμύρια Ιταλοί ψηφίζουν Μπερλουσκόνι, δίνοντας στο κόμμα του το μεγαλύτερο ποσοστό και τις περισσότερες έδρες. Σε κυβέρνηση συνασπισμού, ο Μπερλουσκόνι ορκίζεται πρωθυπουργός της γείτονος. Την ίδια χρονιά, η Μίλαν κατακτά το Champions με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα στο ΟΑΚΑ, συντρίβοντας τον ισπανικό σύλλογο με 4-0. Ο Ιταλός επιχειρηματίας αναμφίβολα βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας που έχει κτίσει.
Η πτώση
Στις επόμενες δύο δεκαετίες που ακολουθούν υπάρχουν σκαμπανεβάσματα πολλά, ο Μπερλουσκόνι μπαινοβγαίνει στην πρωθυπουργική θέση, η Μίλαν μπαινοβγαίνει στη θέση της πρωταθλήτριας Ιταλίας και της πρωταθλήτριας Ευρώπης, ο κόσμος "προχωράει" μα η πορεία του είναι πλέον ξεκάθαρα πτωτική. Ο Σίλβιο δεν μπορεί να ακολουθήσει, το ίδιο το σύστημα που τον ανέδειξε τον ξερνά ως γραφικό, αδύναμο, ξεμωραμένο και κρετίνο. Ο μεγιστάνας των ΜΜΕ αφήνεται έρμαιο και δίνεται βορρά στα αδηφάγα ΜΜΕ και το νόμο. Η πτώση είναι αναπόφευκτη. Ούτε η Μίλαν ξεφεύγει αυτής της μοίρας.
Σίγουρα, ο Μπερλουσκόνι υπήρξε ένας πολύ καλός πωλητής που έπιασε τον παλμό μίας εποχής και στον βαθμό που το σύστημα του επέτρεψε και ουσιαστικά ήθελε, τον άφησε να την καθορίσει. Ερώτημα φυσικά παραμένει εάν ο Μπερλουσκόνι πίστεψε πραγματικά αυτό που πωλούσε, την εικόνα του δηλαδή. Πως θα μπορεί δια παντός να έχει τον πρώτο λόγο σε ό,τι τον ενδιέφερε. Όμως η εποχή του τον είχε πλέον ξεπεράσει. Η αρχή ενός ανδρός δεν ήταν πια της μόδας. Το ποδόσφαιρο -από καιρό- δεν είχε μείνει εκτός αυτής της διαδικασίας.
Η ποδοσφαιρική Ευρώπη φυσικά έζησε και ζει και άλλους μεγιστάνες που από άδολη αγάπη για το ποδόσφαιρο αποφάσισαν να ασχοληθούν με αυτό. Τα παραδείγματα ουκ ολίγα, ίσως χαρακτηριστικότερα ο Ρομάν Αμπράμοβιτς και ο σεΐχης Μανσούρ. Όμως, οι τεχνοκράτες είχαν κάνει -από καιρό- την εμφάνισή τους και στο ποδόσφαιρο. Ουσιαστικά είναι αυτοί που τρέχουν, διοικούν και αποφασίζουν καθετί που σχετίζεται με τον σύλλογο. Πιθανώς, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι δεν έχουν βλέψεις για ανέλιξη παρόμοια του Καβαλιέρε.
Επενδυτές
Οι γραμμές δεν είναι δυσδιάκριτες. Ποιοι αναλαμβάνουν έναν σύλλογο προκειμένου να αποκτήσουν μία ισχύ που ακόμη δεν έχουν, να ισχυροποιήσουν τη θέση ή την επιρροή τους, να δηλώσουν με έναν εύσχημο αλλά διακριτικό τρόπο την παρουσία τους σε κέντρα εξουσίας και λήψης αποφάσεων που δεν έχουν ακόμη πρόσβαση. Κι εδώ, τα παραδείγματα είναι αρκετά και μπορεί κανείς να ανατρέξει ακόμη και σε εντόπιες περιπτώσεις με ποδοσφαιρικούς συλλόγους της χώρας μας. Μικρογραφίες μεν, ενδεικτικές περιπτώσεις δε.
Ωστόσο, το Financial Fair Play βρίσκεται ήδη σε ισχύ από την UEFA. Πρακτικά, υπάρχουν όρια στο πόσα χρήματα δύναται ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος να ξοδέψει. Με άλλα λόγια, τα ζεστά χρήματα που κάποτε έριξαν ο Μπερλουσκόνι για να γιγαντώσει τη Μίλαν, ο Αμπράμοβιτς για να δει πρωταθλήτρια Ευρώπης την Τσέλση, ο Μανσούρ πρωταθλήτρια Αγγλίας τη Μάντσεστερ Σίτυ, ίσως δεν τα ξαναδούμε σε τέτοια έκταση παρότι τρόποι ακόμη υπάρχουν. Μεγιστάνες, εκκεντρικοί πλούσιοι που ξοδεύουν ασύστολα, ακόμη και παράνομες δραστηριότητες όπως το ξέπλυμα χρήματος μπορεί να μην μας ξανατύχουν.
Το δύσκολο όμως που παραμένει στην περίπτωση των ποδοσφαιρικών επενδύσεων που δεν αποτελούν στρατηγικό τομέα για κάθε χώρα είναι να δει κάποιος πίσω από τις κουρτίνες, να δει -στην περίπτωση αλλοδαπών επενδυτών γιατί στην περίπτωση των ημεδαπών είναι σαφώς ευκολότερο- εάν αυτού του είδους οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι πλέον προϊόν επέκτασης επιχειρηματικών ομίλων ή μέρος μίας συνολικότερης διείσδυσης επιχειρήσεων που ακολουθούν μία συγκροτημένη στρατηγική ενός εθνικού, ή καλύτερα κρατικού, σχεδιασμού.
Η Κίνα στο παιχνίδι
Δεν αποτελεί κάποιου είδους είδηση πως η Κίνα αποτελεί μία τεράστια αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Ούτε πως ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες Κινέζοι υιοθετούν και εντάσσουν στον τρόπο ζωής τους συνήθειες, ασχολίες και ενδιαφέροντα που μέχρι πρότινος τους ήταν παντελώς είτε άγνωστα είτε αδιάφορα. Το χρήμα που μπορεί να προκύψει από το προηγούμενο είναι πάρα πολύ για να το αγνοήσει κανείς. Το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί εξαίρεση ως προϊόν. Τα τελευταία χρόνια, το χρήμα ρέει άφθονο στην κινεζική ποδοσφαιρική αγορά.
Πολυδάπανες μεταγραφές ποδοσφαιριστών που παλαιότερα δεν θα σκέφτονταν την Κίνα ως ποδοσφαιρική επιλογή ούτε για τα τελευταία τους ένσημα, τηλεοπτικά δικαιώματα, προϊόντα σχετικά με την μπάλα και η κατάσταση μοιάζει να ξεφεύγει ολοένα και περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση της χώρας ήδη φαίνεται να σχεδιάζει τρόπο να βάλει κάποιον φραγμό σε αυτό το ξέφρενο, δαπανηρό πάρτυ που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο. Μόνο πέρυσι, οι Κινέζοι φέρονται να ξόδεψαν πάνω από 400 ολόκληρα εκατομμύρια για μεταγραφές.
Ωστόσο, βρίσκεται σε εξέλιξη πλάνο μακράς πνοής κατά το οποίο θα δημιουργηθούν ακαδημίες, σχολές, γήπεδα κ.ο.κ. Και παλαιότερα, μπορεί να θυμηθεί κανείς ποδοσφαιρικές επισκέψεις ευρωπαϊκών συλλόγων σε κινεζικό έδαφος προκειμένου το κινεζικό κοινό να αποκτήσει εξοικείωση με το προϊόν και τον απαραίτητο θαυμασμό που οδηγήσει σε αύξηση της αγοράς και των κερδών. Και αυτές οι επισκέψεις συνεχίζονται αμείωτες καθώς αποτελούν εξάπλωση του προϊόντος από το οποίο κέρδος δύνανται να και εισπράττουν και οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι.
Σίλβιο, τέλος εποχής
Μετά από 31 γεμάτα χρόνια, ο Μπερλουσκόνι πούλησε σε γκρουπ Κινέζων επενδυτών την AC Milan αντί 740.000.000€, με το χρέος της ομάδας να μην επιβαρύνει τον Καβαλιέρε. Συνολικά δηλαδή, πρόκειται για μία οικονομική δραστηριότητα ύψους περίπου ενός δις ευρώ. Με καπιταλιστικούς όρους, ο Μπερλουσκόνι, πλήρως απαξιωμένος και ξεπερασμένος, είναι ξανά κερδισμένος. Έζησε μεγάλες στιγμές με την ομάδα, την ανέβασε και ανέβηκε μαζί της στην κορυφή και στο τέλος, καρπώθηκε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την πώλησή της. Ένα κύκνειο άσμα αντάξιο της αισθητικής, του πολιτισμού και των αξιών που ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι πρεσβεύει.
Φυσικά, η Μίλαν δεν πρωτοτύπησε. Από πέρυσι, ο έτερος σύλλογος της πόλης, η Ίντερ, βρίσκεται στα χέρια Κινέζων επενδυτών. Φέτος, απλά, πέρασε και ο δεύτερος και μεγαλύτερος της ίδιας πόλης. Άξιο αναφοράς για εκείνους που δεν γνωρίζουν πως οι δύο ομάδες μοιράζονται το ίδιο γήπεδο. Η επενδυτική ποδοσφαιρική επέλαση των Κινέζων συνεχίζεται. Χωρίς αμφιβολία, μία τέτοια επένδυση δίνει τεράστια περιθώρια κέρδους από την πώληση του προϊόντος "Μίλαν" στην αχανή αγορά της Κίνας. Η μία ανάγνωση.
Η άλλη ανάγνωση έχει να κάνει με το ότι χωρίς δεύτερη σκέψη μία χώρα όπως η Κίνα αντιμετωπίζει αυτές τις εξαγορές με ένα πλάνο πέρα του ποδοσφαιρικού, ενταγμένου στον συνολικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της. Ο καιρός θα το δείξει μα εκτιμήσεις μπορεί να γίνουν. Γιατί όταν αποφασίζει κανείς να επενδύσει στη μυλόπετρα και το σιτάρι, στο βαμβάκι και το ύφασμα, τίποτα δεν τον εμποδίζει να επεκταθεί στον άρτο και τα θεάματα. Όσο για το ποδόσφαιρο, αυτό ζει ξανά τη νέα εποχή. Όπως την έζησε κάποτε και με τον Μπερλουσκόνι. Όπως τη ζει πάντοτε -αν όχι πρώτο- από τους πρώτους.